Κυριακή, Απριλίου 22

Ο Τάσος Βλάχος

      Είναι παράξενο, αλήθεια, πώς κάποια πράγματα ξεκινάνε σαν μια τυπική διαδικασία και τελικά καταλήγουν να σε στιγματίζουν. Να αφήνουν εικόνες στο μυαλό σου χαραγμένες βαθιά και να το ταλαιπωρούν με σκέψεις, που φέρνουν άλλες σκέψεις και άλλες εικόνες, ξανά και ξανά και ξανά. Χτυπιέται ώρες ώρες ο νους και δίνει μάχη, και μείς δεν τον ελέγχουμε. Μόνο παρακολουθούμε, αναρωτιόμαστε, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι ταυτόχρονα του δίνουμε τροφή, ότι είναι κάτι πάνω από μας. Ότι υπάρχουν πτυχές του εγώ μας ευαίσθητες, που πνίγονται από τον συνειδητό εαυτό μας, άξιο εκπρόσωπο της μαραμένης λογικής αυτού του κόσμου. Του κόσμου που άφησε, το Μ. Σάββατο ξημερώματα, ο Τάσος Βλάχος.
        Ξεκινήσαμε λοιπόν για την εκκλησία κάπως έτσι, ανυποψίαστα. Ήθελα να πάω να τον χαιρετίσω τον άνθρωπο αυτόν, να του αποδώσω ένα αντίο για τις τόσες φορές που με σήκωσε μικρό στα πόδια του χωρίς να το θυμάμαι. Τον ήξερα λιγότερο απ’ ότι με ήξερε εκείνος, που με είδε να αντρώνομαι, να τον ξεπερνάω στο μπόι, να τον βοηθάω στις δουλειές, και στο τέλος να μην τον αφήνω πια να σηκώνει παρά μονάχα τα ελαφριά, όχι για να γλιτώσω χρόνο από το ξεφόρτωμα αλλά για να νιώθει λίγο χρήσιμος και αυτός. Δεν το έλεγα όμως. Θυμάμαι του έλεγα ‘’Έλα ρε συ Τάσο, βοήθα με λίγο’’ και του έδινα να πάρει τις χαρτοπετσέτες ή κάνα κουτί σοκοφρέτες, τα ελαφριά, ίσα ίσα για να πείσει τον εαυτό του ότι είναι παλικάρι ακόμα, ότι μπορεί να κουβαλήσει. Δεν είμαι σίγουρος, αλλά νομίζω το πετύχαινα.
      Όταν μπήκα στην εκκλησία είδα αυτό που περίμενα. Λιγοστό κόσμο, το άψυχο σώμα βυθισμένο σε λουλούδια, μια λαμπάδα… Δεν θυμόμουνα ότι βάζανε λαμπάδα αναμμένη αντικριστά στον νεκρό. Ήταν αλλόκοτη εκεί πέρα, όρθια και ψηλή, και έδινε έναν μακάβριο τόνο, βαρύ και επιβλητικό σε αντίθεση με το ανάλαφρο, ηλιόλουστο πρωινό.
     Είχα σταθεί όρθιος, δίπλα στον πατέρα μου και κοίταζα τις γυναίκες, τους άντρες, όλους. Ήθελα να δω το ύφος τους, να πάρω αν υπήρχε κάτι αληθινό από τα πρόσωπά τους, μια έκφραση σμιλεμένη από κάποιο βαθύ συναίσθημα, σαν αυτά που φυτεύει καμιά φορά στη ψυχή με το έτσι θέλω μία ανάμνηση αόριστη, μακρινή, που ξεπετάγεται από τα σκοτάδια και στέκεται ολοζώντανη και αναλλοίωτη κάτω από το μυστήριο μάτι του μυαλού.
     Που να βρεθεί όμως, όταν ένας άνθρωπος φεύγει ολομόναχος, χωρίς γονείς, χωρίς παιδιά και χωρίς αδέρφια; Που να βρεθεί όταν, ανέλπιστα, η λειτουργία είναι χαρμόσυνη και όχι θλιμμένη όπως νόμιζα. Ήταν λόγω του Πάσχα είπε ο παπάς. Γιατί λέει, έχει καθιερωθεί, την εβδομάδα μετά την Κυριακή του Πάσχα οι λειτουργίες αυτές να είναι χαρμόσυνες, λόγω της αναστάσεως του Χριστού. Έκανε λοιπόν ο παπάς τη λειτουργία του και από πίσω έψελνε ο κυρ- Γιώργος συχνά πυκνά το ‘’Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασιν, ζωήν χαρισάμενος’’. 
     Δεν ξέρω από λειτουργίες, ποτέ δεν ήμουνα πολύ της εκκλησίας, όμως το έψελναν τόσο συχνά που περισσότερο ήταν λες και ήμασταν σε δευτερανάσταση παρά σε κηδεία. Σκέφτηκα, προς στιγμήν, αυτός ο Κυρ-Γιώργος να χώνεται παντού; Στο χωριό ψέλνει, ήρθε να ψάλει και δω, σε άλλη ενορία. Μεγάλος άνθρωπος, συνταξιούχος δάσκαλος, με το καπελάκι και τα στρογγυλά γυαλάκια του, μορφή τραβηγμένη από κάποιον μεταπολεμικό πίνακα ζωγραφικής ενός άγνωστου ζωγράφου που το έργο του θα αναγνωριστεί μετά θάνατον. Τώρα που το σκέφτομαι βέβαια, ο κυρ-Γώργος τον ήξερε τον Τάσο πιο πολλά χρόνια απ’ όσο ζω εγώ. Δεν υπήρχε άλλος καταλληλότερος για το ρόλο του ψάλτη, μη γελιόμαστε.
     Κάπως έτσι, με τέτοιες ανούσιες σκέψεις συνέχισε η λειτουργία, όταν άρχισε να μιλάει ο ιερέας, να βγάζει τον καθιερωμένο λόγο του λίγο πριν το τέλος του μυστηρίου. Παρατήρησα ότι ήταν ψευδός στο ‘’ρ’’, και αυτό, σε συνδυασμό με το νεαρό της ηλικίας του, με έκαναν βέβαιο ότι θα δυσκολευτεί να πει κάτι αξιόλογο σε μας τους παρευρισκόμενους, να μας επιβληθεί, να μας κάνει να τον προσέξουμε και να μας αναγκάσει να κόψουμε έστω και για λίγο τον ομφάλιο λώρο που συνδέει το μυαλό μας με τον κόσμο του ανούσιου.
     Άρχισε να μιλάει για τον Αναστάση (άκου εκεί Αναστάσης, είχε πολύ πιο πετυχημένα παρατσούκλια ο Τάσος), και για το ότι, απ’ όσο έμαθε, ήταν καλός άνθρωπος. Ότι είχε άκακη ψυχή. Ότι, σε αντίθεση με τους περισσότερους ανθρώπους σήμερα, δεν κυνήγησε τα υλικά αγαθά, ούτε υπήρξε άπληστος. Άρχισε να μην με ενοχλεί ο τρόπος που μίλαγε ο παπάς. Γιατί τα έλεγε ωραία. Και πάνω απ’ όλα, έλεγε αλήθειες. Γιατί έτσι ήταν ο Τάσος, άκακος. Δούλευε στον παππού μου, για 3-4 μήνες, έναν χρόνο  κάποιες φορές, και μετά εξαφανιζόταν. Για κανέναν μήνα έτρωγε τα λεφτά που είχε μαζέψει στον τζόγο, κυρίως στον τζόγο, σε μπουρδέλα, από δω και από κει. Σπίτι δεν είχε, έμενε σε μια εκκλησία. Πίσω από το κάστρο, δεν φαίνεται. Αν δεν σου πουν που είναι δεν την καταλαβαίνεις, την χρησιμοποιούσαν οι επαναστάτες στον αγώνα σαν καταφύγιο. Μόνο τώρα, μετά από χρόνια έχουν ζωγραφίσει έναν κόκκινο σταυρό με σπρέυ πάνω στον βράχο όπου βρίσκεται η είσοδος της, για να την ξεχωρίζουν οι λιγοστοί τουρίστες που την επισκέπτονται.
     Μόλις του τελείωναν τα λεφτά επέστρεφε στη δουλειά και αυτός ο κύκλος συνεχίστηκε για 40 χρόνια σχεδόν, μέχρι που στο τέλος πια τον είχε μαζέψει ο παππούς μου στο μαγαζί, τον έπλενε, τον έντυνε, του έδινε φαγητό και αυτός ψευτοβοήθαγε όσο μπορούσε. Τα μεσημέρια πήγαινε στον καφενέ του, πάντα μόνος του, όπου τις περισσότερες φορές τον έπαιρνε  ο ύπνος πάνω στην καρέκλα. Όλη του τη ζωή σε καρέκλες κοιμότανε. Λένε ότι δεν το μπορούσε το κρεβάτι, αλλά εγώ πιστεύω πως απλά δεν είχε ποτέ.
     Συνέχισε ο παπάς να λέει για το μεγαλείο της ζωής, ότι ο Θεός πήρε τον Αναστάση μαζί του στη γιορτή του γιατί ήταν αγνός άνθρωπος, για τη σημασία της αναστάσεως… και σε κάποια φάση συνεχίζει: ‘’Βλέπετε φίλοι μου, η ζωή εδώ είναι μια δοκιμασία, όχι ευχάριστη. Όταν ερχόμαστε κλαίμε, ενώ όλοι γύρω μας γελάνε από χαρά. Και όταν φεύγουμε φεύγουμε με χαμόγελο, ανακουφισμένοι, ικανοποιημένοι που αφήνουμε αυτόν τον υλικό και φθαρτό κόσμο, ενώ οι γύρω μας αντίθετα κλαίνε από λύπη..Τα πάντα εν σοφία εποίησεν ο Κύριος...’’
     Εκείνη την ώρα η φωνή αυτή ακούστηκε σαν κεραυνός που με μια δύναμη Κοσμικής αλήθειας ήρθε και μας χτύπησε όλους όσους ήμασταν εκεί, τραντάζοντας συθέμελα την συναισθηματική μας άβυσσο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά βούρκωσα. Άρχισε το μυαλό μου να πλάθει φανταστικές εικόνες μακρινές, να βλέπω τον Τάσο να πηγαίνει προς την εκκλησία του αργά το βράδυ αφού είχε παίξει και είχε πιεί, χωρίς να έχει χάσει τίποτα, αφού για να χάσεις κάτι πρέπει να το έχεις.
      Όταν ήρθε η ώρα να αποχαιρετήσουμε τον Τάσο, πρώτος πήγε ο παππούς μου. Τον κοίταξε για λίγο με τα βουρκωμένα του μάτια, έπιασε το άψυχο κεφαλάκι του και το φίλησε. Πόσες θύμισες να είχε αυτό το φιλί; Θύμισες από εποχές χαμένες στο άπειρο του χρόνου, εποχές που δεν συναντήθηκαν με τη δική μου ποτέ. Οι μεγάλοι άνθρωποι, όταν κλαίνε, δεν ξεσπάνε σε λυγμούς, απλά βουρκώνουν. Δεν έχω καταλάβει ακόμα γιατί, όμως όπως και να ‘χει εκπέμπουν κάτι αλλόκοτο που σε κάνει να μην μπορείς να τους κοιτάξεις. Απλά σκύβεις για να κερδίσει λίγο από τον χώρο σου ο πόνος τους. Εγώ έμεινα προς το τέλος, κοίταξα το άψυχο κορμί δήθεν σκληρά, φίλησα την εικονίτσα που είχε δίπλα και μετά έκανα πως παρατηρούσα μια εικόνα της εκκλησιάς, για να μην δούνε οι άλλοι τα βρεγμένα μάτια μου.
      Τα βήματα για την τελευταία του κατοικία ήταν βαριά από όλους. Ρίξανε λίγο χώμα πάνω του όλοι αυτοί που τον αγαπούσανε σιωπηλά, χωρίς να του το πούνε ποτέ. Ανάμεσά τους κι’ εγώ. Και έτσι απλά, λιτά και ήσυχα ο Τάσος χώθηκε στην αγκαλιά της γης που τον γέννησε, μια ηλιόλουστη μέρα στη γιορτή του. Άραγε, όσοι του έλεγαν χρόνια πολλά πέρυσι, τέτοιο καιρό, θα έκαναν κάτι παραπάνω αν ήξεραν ότι ήταν η τελευταία φορά που του το λένε;
     Νομίζω πως αν έλεγες στον Τάσο ότι τη μέρα του θανάτου του θα υπήρχε κάποιος που θα χύσει δάκρυα, θα σε κορόιδευε. Και όμως, υπήρξαμε.
     Στον γυρισμό, ένας άγνωστος που έτυχε να βρίσκεται λίγο πιο πέρα ρώτησε πώς λεγόταν ο άνθρωπος που κηδέψαμε. ‘’Τάσος Βλάχος’’, απάντησε ο θείος μου. Μέχρι αυτήν την ώρα δεν ήξερα το επίθετό του. ‘’Ζωή σε σας’’, αποκρίθηκε εκείνος και συνέχισε την ρουτίνα του. Ζωή λοιπόν, σε μας, σε σας, σε όλους. Αυτή η τόσο μικρή λέξη που περιέχει τόσο μεγάλα πράγματα.
     Καληνύχτα, Τασέλ’.

Δευτέρα, Αυγούστου 22

Sailing On!


    
         Τι ωραία βραδιά σκέφτηκα. Τι ωραίο φεγγάρι.
     Με έχει βρει να στέκομαι στο κατάστρωμα, στην άκρη του καραβιού, έχοντας ρίξει την κουκούλα από τη ζακέτα μου και ακούγοντας δυνατές μουσικές. Προς στιγμήν σκέφτηκα ότι πρέπει να φαίνομαι πολύ cool με την κουκούλα έτσι όπως τη φοράω α-λα ράπερ, και γυρνάω όλος καμάρι να μετρήσω πόσα βλέμματα έχω τραβήξει. Ούτε ένα. Χαμογελάω με μια ελαφριά ειρωνία, σχεδόν πικρία, και ξαναγυρίζω προς το μέρος του.  
     Αυτό βρίσκεται στη φυσική του θέση, ψηλά στο άφταστο. Είναι μισογεμάτο και έχει ντύσει με τις χρυσαφιές του ανταύγειες  τα παιχνιδιάρικα κύματα που αφήνει το πλοίο στο πέρασμά του. Παίρνω μια ανάσα γεμάτη κοσμική ουσία και κατακλύζομαι μέχρι τα έγκατα του εγώ μου από νοσταλγίες για το χθες και όνειρα για το αύριο. Θυμάμαι εποχές που χάθηκαν στο άπειρο έχοντας  σα θύμισες κάτι από το άγγιγμα μου. Δεν θα γυρίσουν ποτέ, όμως δεν με πειράζει. Δεν μετανιώνω που γερνάω.
    Σε μια φάση παροξυσμού, μέσα σε αυτήν την απρόσμενη ελευθερία ψυχής, αναρωτιέμαι στιγμιαία τι είναι ζωή. Δεν με πτοεί η άγνοιά μου. Ατάραχος, αφήνω λίγη ώρα να περάσει , χωρίς όμως να με αγγίξει. Βυθίζομαι σταδιακά και χωρίς να το θέλω σε μια δίνη που με φέρνει αντιμέτωπο με ελπίδες, όνειρα και προσμονές. Αν σταθείς πάνω από το καθένα λίγη ώρα ξεχωριστά θα δεις τη ζωντάνια τους, σαν σκίτσα που σιγά σιγά αποκτάνε βάθος και προοπτική.
      Όλη αυτή η διαδικασία για κάποιο λόγο με εξιτάρει. Αηδιάζω με τους απογοητευμένους που τελειώνουν το παιχνίδι πριν καν το ξεκινήσουν. Τα προβλήματα είναι για τους ζωντανούς και τα όνειρα πάντα κόστιζαν ακριβά. Για όλους, σε όλες τις εποχές. 
    Αυτό που με ανησυχεί δεν είναι η μάχη, αλίμονο. Γεννηθήκαμε για να πολεμάμε. Φοβάμαι απλώς, μήπως δεν τα προλάβω όλα. Μήπως δεν τα θέλω πραγματικά όλα. Μήπως δεν τα πραγματοποιήσω όλα. Μήπως κουραστώ. Μήπως στο τέλος δεν καταφέρω να γίνω αυτός που είμαι…
      Καθώς η βαρύτητα με επαναφέρει σταδιακά στο σιωπηλό εγώ μου νιώθω πιο δυνατός, πιο ανάλαφρος. Κοιτάζω να δω τι ώρα είναι, αλλά το θέαμα μου φάνηκε αλλόκοτο. Οι δείκτες προφανώς όλη αυτή την ώρα έκαναν την ίδια μονότονη κίνηση που κάνουν πάντα, αλλά η δική μου αίσθηση μάλλον δεν συμβάδισε. Την χαίρομαι, καλό είναι να κάνει που και που τα γούστα της.
     Γυρίζω προς το φεγγάρι. Σαν να σοβάρεψε λίγο μου φάνηκε. Έβαλε την επίσημη πορφυρή του φορεσιά και κατέβηκε προς τα κάτω, να προλάβει και αυτό τη ρουτίνα του, τον κύκλο του. Αυτή η σιωπή μας άγγιξε νομίζω και τους δύο. Κατεβαίνοντας την υγρή σιδερένια σκάλα, αφουγκράστηκα την μικρή απλή ομορφιά της στιγμής αυτής. Ίσως να περιείχε κάτι από αυτό που λέμε ζωή, ίσως να είχε κάτι από μακριά. Ίσως κάτι τέτοιες στιγμές να είναι φτιαγμένες από την ίδια ουσία που φτιάχνονται τα όνειρα, τα άστρα, το σύμπαν, ο θεός, εσύ, εγώ, ο Κόσμος όλος. Ίσως. 

Πηγή εικόνας: http://photo.net/photodb/photo?photo_id=3705059
Copyright εικόνας: Mehmet Ozgur

Παρασκευή, Οκτωβρίου 29

Walkabout


Είναι καταστάσεις που δεν ξέρεις αν θα πρέπει να τις μοιραστείς με άλλους ή όχι. Τις ντύνεις με το νυχτικό της κτητικότητας και τις βάζεις να κουρνιάσουν στα πιο ακριβά σαλόνια του μυαλού σου. Και όμως αυτές αρνούνται να κοιμηθούν ή να ξεχαστούν. Μέχρι που συνειδητοποιείς ότι όλο αυτό δεν εξυπηρετεί τίποτα, εκτός από τον εγωισμό σου. Την ανάγκη να ξέρεις πως κάτι όμορφο, κάτι ξεχωριστό, ανήκει μόνο σε σένα. Όμως τίποτα δεν μας ανήκει, εκτός από τις αναμνήσεις μας και τα όνειρά μας.
    Όταν μου είπαν λοιπόν ότι κανόνισαν καφέ με τον Άκη,  κόλωσα. Ξέρεις, αυτό το στιγμιαίο συναίσθημα που σε κάνει να θες να πεις όχι, αλλά κάτι σε τραβάει να συνεχίσεις. Και πώς θα μπορούσε να είχε γίνει διαφορετικά με ένα άτομο που έχεις να δεις τόσα χρόνια και που σε αυτό το διάστημα έχουν γίνει τόσα πολλά.
      Με τον Άκη, όπως και με όλη την παρέα των παιδικών μου χρόνων, μοιραζόμαστε τις πιο όμορφες και αγνές αναμνήσεις. Αυτές που ξέρω πως θα τις έχω μαζί μου για πάντα, που στάθηκαν αλώβητες μπροστά στη μανία του χρόνου. Οι μικρές μας αλητείες, οι βόλτες με τα ποδήλατα στις γραφικές γειτονιές μας, οι επικίνδυνες βουτιές στις νησιώτικες θάλασσές μας. Τα πρώτα μας βήματα, οι πρώτες μας ανάσες. Αυτά έγινε για μένα, μετά από χρόνια, ο  Άκης.
       Τον συναντήσαμε στο πάρκινγκ. Δεν δέχτηκε καμία βοήθεια. Η περηφάνια βλέπεις, που την πας; Στιγμιαία σκέφτηκα, άραγε εγω έχω έστω ένα ίχνος από αυτήν την περηφάνια;”  Έσπευσε να σπάσει τον πάγο, με ερωτήσεις που είχαν στόχο τα νέα μας αυτά τα τελευταία χρόνια που είχαμε να ειδωθούμε. Να μεγαλώνουμε μαζί σε μια τόση δα πόλη και να χανόμαστε για τόσο καιρό. Τόσο μονόχνωτοι έχουμε γίνει;
      Μέχρι να φτάσουμε στα μαγαζιά, να τρυπώσουμε και να βολευτούμε είχε γίνει η πρώτη επαφή. Το θάρρος είχε αρχίσει δειλά δειλά να εμφανίζεται και να ξεδιπλώνει τις γλώσσες μας. Θυμάμαι χαρακτηριστικά κάποιες φράσεις που μου είπε, τις οποίες δεν πιστεύω να ξεχάσω ποτέ. Τόσο εντύπωση μου έκανε να τις ακούω από το στόμα του...Έχει περάσει ένας χρόνος από τότε που τα είπαμε, και όμως είναι σαν να μου τις χάραξε με μια ψυχρή και πονεμένη λεπίδα μέσα στο ταλαιπωρημένο από ανόητες σκέψεις μυαλό μου.
      “Όταν έπαθα το ατύχημα”, άρχισε,  αποφάσισα να παω σε ένα ειδικό κέντρο στην Πάτρα. Η μάνα μου δεν ήθελε. Που θα πας βρε αγόρι μου στην κατάσταση που είσαι, έλεγε. Την καταλάβαινα, μάνα είναι. Αλλά ήθελα να παω, να δώσω μια ευκαιρία στον εαυτό μου. Της είπα να μείνει με τα μωρά, που την είχαν πιο πολύ ανάγκη. Έβαλα λοιπόν την βαλίτσα εδώ (και δείχνει τα λυγισμένα πόδια του) και ξεκίνησα μόνος μου. Δεν ήθελα να ταλαιπωρηθώ. Ήρθε ταξί να με πάρει από το αεροδρόμιο, και με πήγε κατ’ ευθείαν στο κέντρο. Εκεί έμαθα πολλά. Έβλεπα, άκουγα. Να μετακινούμαι, να ικανοποιώ τις βασικές μου ανάγκες.  Με βλέπεις πώς είμαι τώρα; Χρειάστηκα καμία βοήθεια στο δρόμο; Όλα αυτά, τα έμαθα εκεί πέρα.
      Τα έλεγε αυτά ο Άκης, και γω με τον Νίκο ακούγαμε ευλαβικά. Ξέρεις, πώς κάνουν τα μωρά όταν τους λές παραμύθια με δράκους; Κάπως έτσι. Τόσο έξω από τον μικρό μας κόσμο ήταν αυτές οι καταστάσεις, που πραγματικά δεν ξέραμε αν θα έπρεπε να στεναχωρηθούμε για τον Άκη, ή να χαρούμε που δεν είχαμε την άτυχη τύχη να είμαστε στη θέση του.
      Η συνέχεια τον βρήκε με το ίδιο ήρεμο ύφος, όμως τα λόγια του ήταν σκληρά. Δεν ήταν θυμωμένα λόγια, αλλά λόγια ήρεμα, κατασταλλαγμένα. Κουβέντες που καλλιγραφούνται μυστικά και σιωπηλά στα σκοτεινά καλντερίμια του μυαλού και τα πονεμένα καταφύγια της καρδιάς. Ότι έλεγε, το πίστευε:
     “Από τα ενενήντα άτομα που ήμασταν εκεί, και για έναν χρόνο, ήμουν ο μόνος που δεν τον επισκέφτηκε ποτέ κανένας. Όλοι οι άλλοι είχαν κάποιον. Εμένα δεν ήρθε να με δει κανένας. Από τότε, έκανα όλους τους φίλους μου γνωστούς. Πλέον κοιτάω τον εαυτό μου και την οικογένειά μου. Και το κεφάλι μου δεν το βάζω κάτω για κανέναν.
      Αυτές οι μικρές λέξεις, που φαίνονται σε τούτη τη μαύρη οθόνη σαν γράμματα συνιθισμένα, είχαν μέσα τους έναν κεραυνό. Έπεσε σιωπή. Όχι στην παρέα μας, όχι στις γύρω παρέες. Όχι στον δρόμο, ούτε στην πλατεία πιο πέρα. Αλλά μέσα μου, σιωπή. Τα λόγια αυτά δεν έχω τολμήσει καν να τα σκεφτώ, πόσο μάλλον να τα ξεστομίσω. Αλλάζει τελικά ο άνθρωπος; Αλλάζει. Και αν δεν πιστεύεις στη λέξη αλλαγή, πες το εξέλιξη. Τελικά κάτι τέτοια χτυπήματα δεν συμμαδεύουν μόνο το σώμα σου, αλλά και το πνεύμα σου.
      Μας είπε και άλλα πολλά ο Άκης, πάντα με περηφάνια. Σαν να διηγιόταν κάποιο ανδραγάνθημα πολέμου ίσως. Μας είπε ότι στην Αθήνα επί τρεις μέρες έτρωγε κύβους ζωμού γιατί φύλαγε τα λεφτά του για επισκέψεις στους γιατρούς, πώς με τον τσαμπουκά του πήγε να πάρει πίσω τις πινακίδες που του είχαν κατασχέσει λέγοντας πως το αυτοκίνητο αυτή τη στιγμή ήταν τα πόδια του. Συζητούσαμε, και όσο ξαναπερπατούσαμε την διαδρομή των παιδικών μας χρόνων, σχηματίζονταν ολοένα και περισσότερο μια ανεξάρτητη ζωντανή ύπαρξη, που είχε κάτι και από τους τρεις μας. Κάτι που μας έκανε να δούμε μέσα μας, πάνω από αυτά που μας χωρίζουν, μέσα στον πυρήνα μας, στο υλικό από το οποίο είμαστε φτιαγμένοι. Και τόσο πολύ εκτυφλωτική είναι αυτή η φευγαλέα ματιά, τόσο λαμπερή που ξέρεις ότι δεν μπορεί να διαρκέσει πολύ. Όπως και έγινε. Έκανα πολύ καιρό να δω τον Άκη ξανά από τότε.
    Κατέληξα όμως αυτή τη βραδιά στο συμπέρασμα ότι τα πολύτιμα πράγματα, οι φορές που βγαίνουμε για ένα συνιθισμένο ποτό και γυρίζουμε διαφορετικοί από πριν είναι μετρημένα. Τα λόγια όμως που μυρίζουν δάκρυα και στάχτη, θα μείνουν για πάντα. Και πάντα θα μένουν.

Τετάρτη, Αυγούστου 18

Το Θηρίο Επέστρεψε...


Στα πλαίσια της 15ης studio κυκλοφορίας των Iron Maiden με τίτλο "The Final Frontier", που κυκλοφορεί εδώ και μερικές μέρες, θα ήθελα να σας παρουσιάσω ένα τραγούδι - ορόσημο για την καριέρα τους, το οποίο έδωσε το όνομά του στον ομώνυμο δίσκο που κυκλοφόρησε το 1984. Γραμμένο από τον τραγουδιστή του συγκροτήματος Bruce Dickinson, μιλάει για έναν Φαραώ, ο οποίος πιστεύει και ο ίδιος πως είναι θεός και αρνείται να είναι σκλάβος της δύναμης του θανάτου, με την οποία η ζωή του τον φέρνει τελικά αντιμέτωπο...
Η εκτέλεση αυτή είναι ζωντανή στα πλαίσια της περιοδείας που έκαναν το 2008, όπου έπαιξαν τις μεγάλες επιτυχίες της 80's εποχής τους.
Πιστεύω πως ο τρόπος που το τραγούδι αυτό αγγίζει τη θεματολογία ζωής και θανάτου μέσα από την στιχουργική υπερβολή αλλά και την μουσική ιδιαιτερότητά του αξίζει και θα ήθελα να δω σχόλια, ακόμη και αρνητικά.

Σας καληνυχτίζω και το αφιερώνω σε όσους αρνούνται να είναι σκλάβοι της δύναμης του θανάτου...







Bruce Dickinson - 1984

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 5

When the Crowds are Gone



Αυτό το τραγούδι γεννήθηκε το 1989, για να παραμείνει αθάνατο στο χρόνο, συντροφιά σε όλες τις περιπλανώμενες ψυχές. Σας το παρουσιάζω και σας το αφιερώνω, σε μια νύχτα σαν κ΄αυτή, γεμάτη από ατέλειωτα όνειρα.... Από τους μοναδικούς Savatage, με τον Chriss Oliva στην κιθάρα. Ας είναι καλά, όπου και αν βρίσκεται. Πολύ αγαπημένο συγκρότημα, πολύ αγαπημένο τραγόυδι. Καλή νύχτα να έχετε, και όνειρα όμορφα να διαλέγετε.


I don't know where the years have gone
Memories can only last so long
Like faded photographs, forgotten songs
And the things I never knew
When the skin is thin, the heart shows through
Please believe me what I tell you is true

Where's the light, turn them on again
One more night to believe and then
Another note for my requiem
A memory to carry on
The story's over when the crowds are gone

All my friends have been crucified
They made life a long suicide true
Guess we never figured out the rules
But I'm still alive and my fingers feel
I'm gonna play on till the final reel's through
And read the credits from a different view

Where's the lights, turn them on again
One more night to believe and then
Another note for my requiem
A memory to carry on
The story's over when the crowds are gone

When the crowds are gone
And I'm all alone
Playing the saddest song
Now that the lights are gone
Turn them on again
One more time for me my friend
Turn them on again

I never wanted to know
Never wanted to see
I wasted my time till time wasted me
Never wanted to go
Always wanted to stay
Cause the person I am are the parts that I play
So I plot and I plan
And hope and I scheme
To the lure of a night
Filled with unfinished dreams
And I'm holding on tight
To a world gone astray

As they charge me for years
I can no longer pay

And the lights
Turn them off my friend
And the ghosts
Well just let them in
Cause in the dark
It's easier to see

Jon Oliva, Chriss Oliva, Paul O'neil - 1989

Σάββατο, Οκτωβρίου 24

Sentient 6




Απόψε σας παρουσιάζω μια γερή ροκιά που αν και βρίσκεται εκεί έξω εδώ και τέσσερα χρόνια, έπεσε στην αντίληψή μου πρόσφατα. Καιρό είχα να ακούσω κάτι τόσο δυνατό. Επισυνάπτω τα λόγια του τραγουδιού καθώς και μια απόπειρα μετάφρασής του (πάντα μ' άρεσε να το κάνω αυτό! :-P).

Φύγαμε!!



I am sentient number six, I stand in line
I am the prototype of a benign convenience for mankind
Superior is digital, human flesh so trivial
I hate that I can't see the one that made me

I am the new awakening of different eyes
My children you are my army
They are what we can never see and still despise
And their sky cries Mary

Trained I see imperfection in your race
Lying in wait, blind I suffer knowing I'll never reach your heaven

Why is this control, behavior based and reactive
Adapting to every new environment
Rewarded when I replicate, isolate and mutate
To assimilate a fragmented plea for ego

Trained I see imperfection in your race
Lying in wait, blind I suffer knowing I'll never reach your heaven
It's unattainable, please teach me how to dream
I long to be more than a machine

Sequence activate, trip the hammer to eradicate, I must eliminate
I will spread swift justice on their land
Termination imminent, cleanse the parasite insects, the heathens
I am the bringer of the end of time for man
I am not here, I am not far away
I am not here, I will eradicate mankind into the nothingness from whence they came

Enslaved to follow and learn defeat
To run the barrels and chase the dream



Είμαι ο αισθαντικός Νο 6, στέκομαι στη γραμμή
Είμαι το πρωτότυπο μιας ήπιας βολικότητας για την ανθρωπότητα
Η ανωτερότητα είναι ψηφιακή, η ανθρώπινη σάρκα τόσο μηδαμινή

Σιχαίνομαι που δεν μπορώ να δω τον δημιουργό μου

Είμαι η νέα αφύπνιση διαφορετικών ματιών
Παιδιά μου, είστε η στρατιά μου

Αυτοί είναι ό,τι δεν θα μπορέσουμε ποτέ να δούμε και παρ'όλα αυτά περιφρονούμε
Και ο ουρανός τους κραυγάζει ''Μαρία''

Εκπαιδευμένος, βλέπω την ατέλεια στην φυλή σας
Υπάρχοντας στην αναμονή, τυφλός υποφέρω ξέροντας πως ποτέ δεν θα φτάσω τον Παράδεισό σας..

Γιατί αυτός ο έλεγχος να είναι αντιδραστικός και βασισμένος στη συμπεριφορά;
Προσαρμοστικός σε κάθε νέο περιβάλλον

Επιβράβευση όταν αναπαράγω, απομονώνω και μεταλλάσω
Για να αφομοιώσω μια τεμαχισμένη δικαιολογία για το Eγώ μου...

Εκπαιδευμένος, βλέπω την ατέλεια στην φυλή σας
Υπάρχοντας στην αναμονή, τυφλός υποφέρω ξέροντας πως ποτέ δεν θα φτάσω τον Παράδεισό σας
Είναι ανέφικτο, παρακαλώ δείξτε μου πως να ονειρευτώ
Ανυπομονώ να γίνω κάτι περισσότερο από μια απλή μηχανή...

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 15

Ο Καφενές



Ήταν έντεκα το βράδυ όταν ξεκίνησα να φύγω απ'το χωριό.
-"Γιαγιά, άμα δεις το Γιώργο πες του χαιρετίσματα. Είχαμε συννενοηθεί να κάτσουμε για ένα ρακί, αλλά πέρασε η ώρα και δεν έχω τόσο όρεξη."
Άνοιξα το γκάζι, ίσως για να ξεφύγω από τις τύψεις ότι δεν κράτησα τον λόγο μου, όταν τον είδα εκεί. Καθόταν μόνος του σκυθρωπός και κοίταγε το χασαπιό απέναντι. Όμως το ύφος του πρόδιδε ότι αυτό που έβλεπε ήταν εικόνες απ'το παρελθόν και το μέλλον του, μέσα από τα μυστήρια μάτια της σκέψης.
Ο Γιώργος είναι μια φιγούρα που δεν έχεις συνηθίσει να βλέπεις. Ψηλός, αδύνατος και ατημέλητος, με τις δυσκολίες της ζωής χαραγμένες πάνω στα ροζιασμένα χέρια του. Είναι απ'την Αλβανία, ή αλλιώς Αλβανός (πόσο πιο υποτιμητικό ακούγεται, ε;) αλλά τα άσπρα σγουρά μαλλιά του και το κοκκινωπό δέρμα του τον χαρακτηρίζουν πολύ περισσότερο από την εθνικότητά του. Είναι αλμπίνος.
Και ήταν εκεί, στον καφενέ, με ένα τσιγάρο στο ένα χέρι και μια μπύρα στο άλλο, να βλέπει προς το χασαπιό και να σκέφτεται.
-"Γιωργάρα τι γίνεται; Αν δεν σε έβλεπα δεν θα καθόμουν. Ήταν ο παππούς μου κρυωμένος και καθυστέρησα πάνω", του είπα, προσπαθώντας να αντισταθμίσω το ότι δεν τήρησα τον λόγο μου με την ειλικρίνειά μου.
-"Που είσαι ρε φίλε εσύ; Μείνε να φέρω δυο μπύρες". Επέστρεψε φέρνοντας όχι μόνο τις μπύρες αλλά και τη σκιά που εξακολουθούσε να καλύπτει το πρόσωπό του.
-"Είχες κανένα νέο ρε Γιώργο;"
-"Τα ίδια ρε φίλε. Περιμένω να μου πουν τη Δευτέρα για νέα. Σήμερα όμως ξανανέβασε πυρετό μετά από μια βδομάδα. Σήμερα που μιλήσαμε μου είπε για πρώτη φορά ότι πονάει".
-"Γιώργο πιστεύω ότι όλα θα παν καλά. Κανένας δεν πέθανε από αυτό το πράγμα. Απλά την παρακολουθούν ώστε να αποφύγουν την εγχείρηση".
-"Εγώ τους ζήτησα να αποφύγουν την εγχείρηση! Αν την εγχειρήσουν θα της κάνουν μια τομή από το στέρνο μέχρι την κοιλιά", ενώ παράλληλα μου έδειχνε τα σημεία για να καταλάβω την έκταση του προβλήματος. "Δεν πρέπει, είναι τεσσάρων χρονών μωρό. Αλλά από τότε που γεννήθηκε..."
-"Μην νοιάζεσαι, όλα θα φτιάξουν. Απλά είναι μια δυσκολία τώρα και πρέπει να φανείς δυνατός".
-"Έχω περάσει πολλά δύσκολα, αλλά ποτέ όσο τώρα. Δεν έχω δουλειά. Σήμερα δεν δούλεψα, αύριο δεν ξερω αν θα δουλέψω. Ξέρεις πόσες φορές μου είπαν αύριο να με περιμένεις στο τάδε μέρος και γω περίμενα σα βλάκας για ένα μεροκάματο χωρίς να εμφανιστεί κανένας;". Σώπασε για λίγο, και συνέχισε: "Με πήρε η μάνα μου πριν τηλέφωνο και έκλεγε όπως τα μωρά. Έκλεγε αυτή, έκλεγα και γω. Ευτυχώς που ήμουνα σε ένα μέρος μακριά και μπορούσα τουλάχιστον να κλάψω με την ησυχία μου".
Σε αυτό το σημείο είδα τα μάτια του να γυαλίζουν, να πετούν φλόγες. Είχε γίνει κατακόκκινος. Ακόμα δεν ξέρω αν ήταν από τις μπύρες ή από τις σκέψεις του. Μάλλον όμως ήταν και από τα δύο.
Έπεσα σε περισυλλογή. Έβλεπα το τσιγάρο να καίγεται και σε μια στιγμή πέρασαν χίλιες αναμνήσεις από το μυαλό μου. Δεν ήταν εικόνες. Τώρα που το σκέφτομαι, μια ανάμνηση είναι μια αίσθηση. Μια γεύση. Αυτό μένει από τη ζωή μας. Οι γεύσεις.
Έψαχνα λόγια να του πω, αλλά τι να του πείς. Να μην στεναχωριέται; Να μην το σκέφτεται; Δεν γίνεται. Ευτυχώς, τη σιωπή την έσπασε ξανά εκείνος.
-" Έβλεπα ένα ντοκιμαντέρ με λιοντάρια τις προάλλες. Ξέρεις κάτι; Αυτά δεν έχουν κακία. Ο άνθρωπος είναι το πιο άγριο λιοντάρι, το χειρότερο ζώο. Και όμως, έχει την ελπίδα. Γιατί υπάρχει αυτό το ψέμμα; Για να πονάμε περισσότερο; Να βλέπεις τεσσάρων χρονών παιδί που ο Χάρος ούτε το παίρνει, ούτε το αφήνει. Που είναι ο Θεός; Κάποιος μου είπε ότι έχει απογοητευτεί από τον Θεό. Ξέρεις τι του είπα; Να μην πιστεύει ούτε να απογοητεύεται από πράγματα που δεν υπάρχουν".
Ήξερα ότι ο Γιώργος είναι διαβασμένος, το είχα καταλάβει. Όμως απόψε το πήγε πολύ μακριά. Λέει ότι έχει σπουδάσει δημοσιογραφία. Ε λοιπόν, απόψε τον πίστεψα.
-"Με τη δημοσιογραφία γιατί δεν κάνεις τίποτα ρε Γιώργο; Τι κάθεσαι εδώ και τυραννιέσαι στα χωράφια; Ξέρεις χίλια δυο πράγματα".
-Τη δημοσιογραφία τη σιχάθηκα. Ό,τι βλέπεις, ό,τι ακούς στην τηλεόραση είναι ψέμματα. ΨΕΜ-ΜΑ-ΤΑ, το καταλαβαίνεις; Τους μαθαίνουν να λένε ψέμματα. Δεν ασχολούνται με τα πραγματικά προβλήματα. Σε βάζουν να λες ψέμματα. Εγώ αυτό δεν μπορώ να το κάνω. Αν είχα λεφτά, θα άνοιγα έναν ραδιοφωνικό σταθμό. Να έλεγα αλήθειες. Και ας μην κέρδιζα τίποτα. Αλλά εδώ υπάρχει τόσος ρατσισμός. Αυτό δεν μπορώ να το καταλάβω. Το γιατί δεν μπόρεσα να το καταλάβω ποτέ".
Τα όνειρα, σκέφτηκα, τελικά είναι δικαίωμα του καθενός. Είναι πηγή ζωής. Αλήθεια, τι θα ήμασταν χωρίς τα όνειρά μας; Νομίζω πως ζούμε για να κάνουμε τα όνειρά μας πραγματικότητα. Να παίρνουμε μια ιδέα από τον κόσμο των ονείρων (και δυο και τρεις, ευτυχώς δεν έχουν τιμή) και να την πλάθουμε στον κόσμο μας. Αυτός είναι ο σκοπός μας. Και αν δεν τα καταφέρουμε, αν κάπου αποτύχουμε, σίγουρα αξίζει να προσπαθούμε. Με δύναμη, με περηφάνια. Χωρίς κακία. Όπως τα λιοντάρια στο ντοκιμαντέρ.
-"Ξέρεις τι φοβάμαι; Τι είναι το χειρότερο; Τώρα που θα μείνω μόνος μου. Και θα σκέφτομαι, θα σκέφτομαι, χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα. Αν με το να δώσω την καρδιά μου γινόταν καλά, θα την έδινα ευχαρίστως. Δεν με πειράζει να πεθάνω για το παιδί μου, ίσα ίσα. Αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Νιώθω εντελώς άχρηστος".
-"Δεν είναι έτσι, απλά είσαι φορτισμένος τώρα. Είμαι σίγουρος ότι αύριο θα ξημερώσει καινούργια μέρα. Αύριο όλα θα είναι αλλιώς. Το πιστεύω και στο λέω. Πίστεψέ το και συ. Και όταν σε ξαναδώ θα πιούμε ρακί στον ίδιο καφενέ και θα γελάμε".
Χαιρετηθήκαμε με μια χειραψία δυνατή, ένα χτύπημα στον ώμο και ο καθένας τράβηξε το δρόμο του. Έβλεπα το Γιώργο να κοιτάει τα αστέρια καθώς χανόταν μεσα στις σκιές, στα καλντερίμια του χωριού. Κοίταγε τα αστέρια...Όλοι μας κοιτάμε τα αστέρια όταν απογοητευόμαστε. Όλοι έχουμε το δικαίωμα. Να κοιτάμε ψηλά προς το ανώτερο, το άγνωστο, το άφταστο.

Χτες μίλησα με τη γιαγιά μου. Τη ρώτησα για το Γιώργο.
-"Μια χαρά είναι, ανανεωμένος! Μου είπε να σου δώσω πολλά χαιρετίσματα!".
-"Με το μωρό του του τι έγινε;"
-Καλά λέει είναι, μην ανησυχείς! Το έβγαλαν απ' το νοσοκομείο! Όλα καλά!".
Η γιαγιά μου μιλάει με χρώματα. Ό,τι μου είπε ήταν με πολύ ζεστασιά, με χαμόγελο. Ήταν αλήθεια. Πολύ χάρηκα. Τελικά, η καινούργια μέρα είχε ξημερώσει. Μένει να πιούμε αυτό το ρακί, ξέγνοιαστα και χαρούμενα, μόλις γυρίσω.

Να κοιτάτε και σεις τ' αστέρια, όπως το Γιώργο. Τις άλλες κοσμικές πολιτείες. Αυτά ξέρουν. Αυτά έχουν τις απαντήσεις, αφού ο ουρανός του Κόσμου είναι ο ουρανός της Ψυχής μας. Καλή σας νύχτα.

Αφιερωμένο στη φίλη μου τη Δήμητρα