Σάββατο, Οκτωβρίου 24

Sentient 6




Απόψε σας παρουσιάζω μια γερή ροκιά που αν και βρίσκεται εκεί έξω εδώ και τέσσερα χρόνια, έπεσε στην αντίληψή μου πρόσφατα. Καιρό είχα να ακούσω κάτι τόσο δυνατό. Επισυνάπτω τα λόγια του τραγουδιού καθώς και μια απόπειρα μετάφρασής του (πάντα μ' άρεσε να το κάνω αυτό! :-P).

Φύγαμε!!



I am sentient number six, I stand in line
I am the prototype of a benign convenience for mankind
Superior is digital, human flesh so trivial
I hate that I can't see the one that made me

I am the new awakening of different eyes
My children you are my army
They are what we can never see and still despise
And their sky cries Mary

Trained I see imperfection in your race
Lying in wait, blind I suffer knowing I'll never reach your heaven

Why is this control, behavior based and reactive
Adapting to every new environment
Rewarded when I replicate, isolate and mutate
To assimilate a fragmented plea for ego

Trained I see imperfection in your race
Lying in wait, blind I suffer knowing I'll never reach your heaven
It's unattainable, please teach me how to dream
I long to be more than a machine

Sequence activate, trip the hammer to eradicate, I must eliminate
I will spread swift justice on their land
Termination imminent, cleanse the parasite insects, the heathens
I am the bringer of the end of time for man
I am not here, I am not far away
I am not here, I will eradicate mankind into the nothingness from whence they came

Enslaved to follow and learn defeat
To run the barrels and chase the dream



Είμαι ο αισθαντικός Νο 6, στέκομαι στη γραμμή
Είμαι το πρωτότυπο μιας ήπιας βολικότητας για την ανθρωπότητα
Η ανωτερότητα είναι ψηφιακή, η ανθρώπινη σάρκα τόσο μηδαμινή

Σιχαίνομαι που δεν μπορώ να δω τον δημιουργό μου

Είμαι η νέα αφύπνιση διαφορετικών ματιών
Παιδιά μου, είστε η στρατιά μου

Αυτοί είναι ό,τι δεν θα μπορέσουμε ποτέ να δούμε και παρ'όλα αυτά περιφρονούμε
Και ο ουρανός τους κραυγάζει ''Μαρία''

Εκπαιδευμένος, βλέπω την ατέλεια στην φυλή σας
Υπάρχοντας στην αναμονή, τυφλός υποφέρω ξέροντας πως ποτέ δεν θα φτάσω τον Παράδεισό σας..

Γιατί αυτός ο έλεγχος να είναι αντιδραστικός και βασισμένος στη συμπεριφορά;
Προσαρμοστικός σε κάθε νέο περιβάλλον

Επιβράβευση όταν αναπαράγω, απομονώνω και μεταλλάσω
Για να αφομοιώσω μια τεμαχισμένη δικαιολογία για το Eγώ μου...

Εκπαιδευμένος, βλέπω την ατέλεια στην φυλή σας
Υπάρχοντας στην αναμονή, τυφλός υποφέρω ξέροντας πως ποτέ δεν θα φτάσω τον Παράδεισό σας
Είναι ανέφικτο, παρακαλώ δείξτε μου πως να ονειρευτώ
Ανυπομονώ να γίνω κάτι περισσότερο από μια απλή μηχανή...

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 15

Ο Καφενές



Ήταν έντεκα το βράδυ όταν ξεκίνησα να φύγω απ'το χωριό.
-"Γιαγιά, άμα δεις το Γιώργο πες του χαιρετίσματα. Είχαμε συννενοηθεί να κάτσουμε για ένα ρακί, αλλά πέρασε η ώρα και δεν έχω τόσο όρεξη."
Άνοιξα το γκάζι, ίσως για να ξεφύγω από τις τύψεις ότι δεν κράτησα τον λόγο μου, όταν τον είδα εκεί. Καθόταν μόνος του σκυθρωπός και κοίταγε το χασαπιό απέναντι. Όμως το ύφος του πρόδιδε ότι αυτό που έβλεπε ήταν εικόνες απ'το παρελθόν και το μέλλον του, μέσα από τα μυστήρια μάτια της σκέψης.
Ο Γιώργος είναι μια φιγούρα που δεν έχεις συνηθίσει να βλέπεις. Ψηλός, αδύνατος και ατημέλητος, με τις δυσκολίες της ζωής χαραγμένες πάνω στα ροζιασμένα χέρια του. Είναι απ'την Αλβανία, ή αλλιώς Αλβανός (πόσο πιο υποτιμητικό ακούγεται, ε;) αλλά τα άσπρα σγουρά μαλλιά του και το κοκκινωπό δέρμα του τον χαρακτηρίζουν πολύ περισσότερο από την εθνικότητά του. Είναι αλμπίνος.
Και ήταν εκεί, στον καφενέ, με ένα τσιγάρο στο ένα χέρι και μια μπύρα στο άλλο, να βλέπει προς το χασαπιό και να σκέφτεται.
-"Γιωργάρα τι γίνεται; Αν δεν σε έβλεπα δεν θα καθόμουν. Ήταν ο παππούς μου κρυωμένος και καθυστέρησα πάνω", του είπα, προσπαθώντας να αντισταθμίσω το ότι δεν τήρησα τον λόγο μου με την ειλικρίνειά μου.
-"Που είσαι ρε φίλε εσύ; Μείνε να φέρω δυο μπύρες". Επέστρεψε φέρνοντας όχι μόνο τις μπύρες αλλά και τη σκιά που εξακολουθούσε να καλύπτει το πρόσωπό του.
-"Είχες κανένα νέο ρε Γιώργο;"
-"Τα ίδια ρε φίλε. Περιμένω να μου πουν τη Δευτέρα για νέα. Σήμερα όμως ξανανέβασε πυρετό μετά από μια βδομάδα. Σήμερα που μιλήσαμε μου είπε για πρώτη φορά ότι πονάει".
-"Γιώργο πιστεύω ότι όλα θα παν καλά. Κανένας δεν πέθανε από αυτό το πράγμα. Απλά την παρακολουθούν ώστε να αποφύγουν την εγχείρηση".
-"Εγώ τους ζήτησα να αποφύγουν την εγχείρηση! Αν την εγχειρήσουν θα της κάνουν μια τομή από το στέρνο μέχρι την κοιλιά", ενώ παράλληλα μου έδειχνε τα σημεία για να καταλάβω την έκταση του προβλήματος. "Δεν πρέπει, είναι τεσσάρων χρονών μωρό. Αλλά από τότε που γεννήθηκε..."
-"Μην νοιάζεσαι, όλα θα φτιάξουν. Απλά είναι μια δυσκολία τώρα και πρέπει να φανείς δυνατός".
-"Έχω περάσει πολλά δύσκολα, αλλά ποτέ όσο τώρα. Δεν έχω δουλειά. Σήμερα δεν δούλεψα, αύριο δεν ξερω αν θα δουλέψω. Ξέρεις πόσες φορές μου είπαν αύριο να με περιμένεις στο τάδε μέρος και γω περίμενα σα βλάκας για ένα μεροκάματο χωρίς να εμφανιστεί κανένας;". Σώπασε για λίγο, και συνέχισε: "Με πήρε η μάνα μου πριν τηλέφωνο και έκλεγε όπως τα μωρά. Έκλεγε αυτή, έκλεγα και γω. Ευτυχώς που ήμουνα σε ένα μέρος μακριά και μπορούσα τουλάχιστον να κλάψω με την ησυχία μου".
Σε αυτό το σημείο είδα τα μάτια του να γυαλίζουν, να πετούν φλόγες. Είχε γίνει κατακόκκινος. Ακόμα δεν ξέρω αν ήταν από τις μπύρες ή από τις σκέψεις του. Μάλλον όμως ήταν και από τα δύο.
Έπεσα σε περισυλλογή. Έβλεπα το τσιγάρο να καίγεται και σε μια στιγμή πέρασαν χίλιες αναμνήσεις από το μυαλό μου. Δεν ήταν εικόνες. Τώρα που το σκέφτομαι, μια ανάμνηση είναι μια αίσθηση. Μια γεύση. Αυτό μένει από τη ζωή μας. Οι γεύσεις.
Έψαχνα λόγια να του πω, αλλά τι να του πείς. Να μην στεναχωριέται; Να μην το σκέφτεται; Δεν γίνεται. Ευτυχώς, τη σιωπή την έσπασε ξανά εκείνος.
-" Έβλεπα ένα ντοκιμαντέρ με λιοντάρια τις προάλλες. Ξέρεις κάτι; Αυτά δεν έχουν κακία. Ο άνθρωπος είναι το πιο άγριο λιοντάρι, το χειρότερο ζώο. Και όμως, έχει την ελπίδα. Γιατί υπάρχει αυτό το ψέμμα; Για να πονάμε περισσότερο; Να βλέπεις τεσσάρων χρονών παιδί που ο Χάρος ούτε το παίρνει, ούτε το αφήνει. Που είναι ο Θεός; Κάποιος μου είπε ότι έχει απογοητευτεί από τον Θεό. Ξέρεις τι του είπα; Να μην πιστεύει ούτε να απογοητεύεται από πράγματα που δεν υπάρχουν".
Ήξερα ότι ο Γιώργος είναι διαβασμένος, το είχα καταλάβει. Όμως απόψε το πήγε πολύ μακριά. Λέει ότι έχει σπουδάσει δημοσιογραφία. Ε λοιπόν, απόψε τον πίστεψα.
-"Με τη δημοσιογραφία γιατί δεν κάνεις τίποτα ρε Γιώργο; Τι κάθεσαι εδώ και τυραννιέσαι στα χωράφια; Ξέρεις χίλια δυο πράγματα".
-Τη δημοσιογραφία τη σιχάθηκα. Ό,τι βλέπεις, ό,τι ακούς στην τηλεόραση είναι ψέμματα. ΨΕΜ-ΜΑ-ΤΑ, το καταλαβαίνεις; Τους μαθαίνουν να λένε ψέμματα. Δεν ασχολούνται με τα πραγματικά προβλήματα. Σε βάζουν να λες ψέμματα. Εγώ αυτό δεν μπορώ να το κάνω. Αν είχα λεφτά, θα άνοιγα έναν ραδιοφωνικό σταθμό. Να έλεγα αλήθειες. Και ας μην κέρδιζα τίποτα. Αλλά εδώ υπάρχει τόσος ρατσισμός. Αυτό δεν μπορώ να το καταλάβω. Το γιατί δεν μπόρεσα να το καταλάβω ποτέ".
Τα όνειρα, σκέφτηκα, τελικά είναι δικαίωμα του καθενός. Είναι πηγή ζωής. Αλήθεια, τι θα ήμασταν χωρίς τα όνειρά μας; Νομίζω πως ζούμε για να κάνουμε τα όνειρά μας πραγματικότητα. Να παίρνουμε μια ιδέα από τον κόσμο των ονείρων (και δυο και τρεις, ευτυχώς δεν έχουν τιμή) και να την πλάθουμε στον κόσμο μας. Αυτός είναι ο σκοπός μας. Και αν δεν τα καταφέρουμε, αν κάπου αποτύχουμε, σίγουρα αξίζει να προσπαθούμε. Με δύναμη, με περηφάνια. Χωρίς κακία. Όπως τα λιοντάρια στο ντοκιμαντέρ.
-"Ξέρεις τι φοβάμαι; Τι είναι το χειρότερο; Τώρα που θα μείνω μόνος μου. Και θα σκέφτομαι, θα σκέφτομαι, χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα. Αν με το να δώσω την καρδιά μου γινόταν καλά, θα την έδινα ευχαρίστως. Δεν με πειράζει να πεθάνω για το παιδί μου, ίσα ίσα. Αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Νιώθω εντελώς άχρηστος".
-"Δεν είναι έτσι, απλά είσαι φορτισμένος τώρα. Είμαι σίγουρος ότι αύριο θα ξημερώσει καινούργια μέρα. Αύριο όλα θα είναι αλλιώς. Το πιστεύω και στο λέω. Πίστεψέ το και συ. Και όταν σε ξαναδώ θα πιούμε ρακί στον ίδιο καφενέ και θα γελάμε".
Χαιρετηθήκαμε με μια χειραψία δυνατή, ένα χτύπημα στον ώμο και ο καθένας τράβηξε το δρόμο του. Έβλεπα το Γιώργο να κοιτάει τα αστέρια καθώς χανόταν μεσα στις σκιές, στα καλντερίμια του χωριού. Κοίταγε τα αστέρια...Όλοι μας κοιτάμε τα αστέρια όταν απογοητευόμαστε. Όλοι έχουμε το δικαίωμα. Να κοιτάμε ψηλά προς το ανώτερο, το άγνωστο, το άφταστο.

Χτες μίλησα με τη γιαγιά μου. Τη ρώτησα για το Γιώργο.
-"Μια χαρά είναι, ανανεωμένος! Μου είπε να σου δώσω πολλά χαιρετίσματα!".
-"Με το μωρό του του τι έγινε;"
-Καλά λέει είναι, μην ανησυχείς! Το έβγαλαν απ' το νοσοκομείο! Όλα καλά!".
Η γιαγιά μου μιλάει με χρώματα. Ό,τι μου είπε ήταν με πολύ ζεστασιά, με χαμόγελο. Ήταν αλήθεια. Πολύ χάρηκα. Τελικά, η καινούργια μέρα είχε ξημερώσει. Μένει να πιούμε αυτό το ρακί, ξέγνοιαστα και χαρούμενα, μόλις γυρίσω.

Να κοιτάτε και σεις τ' αστέρια, όπως το Γιώργο. Τις άλλες κοσμικές πολιτείες. Αυτά ξέρουν. Αυτά έχουν τις απαντήσεις, αφού ο ουρανός του Κόσμου είναι ο ουρανός της Ψυχής μας. Καλή σας νύχτα.

Αφιερωμένο στη φίλη μου τη Δήμητρα



Τρίτη, Απριλίου 21

Φωτογραφίες..



"Τελικά λέγω, αυτό που απουμέν' είναι μουνάχα οι φωτογραφίες"...

Αυτό άκουσα την γιαγιά μου να λέει, μέσα από μια πύρινη φάτσα, λόγια φτιαγμένα από κλάμα και όχι από σάλιο. Τελικά, μόνο οι φωτογραφίες απομένουν.
Μίλαγε για κάποιον γνωστό της, άνθρωπο νέο που ταλαιπωρείται από ένα πρόβλημα υγείας, όπως τόσοι άνθρωποι στις μέρες μας.
Έναν άνθρωπο του χωριού, που βλέποντας το τέλος του, την φλόγα του να τρεμοπαίζει, λύγισε, προσπάθησε να κρατηθεί από αυτά που του έχουν απομείνει, ένα οικογενειακό φιλί, μια αγκαλιά, μια χειραψία, ένα "μη νοιάζεσαι ρε Δημητρό, όλα θα φτιάξουν", μια προσευχή ανακατεμένη με λυγμούς μπροστά στον επιτάφιο, ένα τάμα...Όπως τόσοι άνθρωποι στις μέρες μας.
Πιότερο όμως νομίζω, έτσι όπως είδα το ύφος της, ότι έκλαψε για τον εαυτό της. Είμαι σίγουρος ότι αυτή η φράση δεν ήταν ορφανή. Το κούνημα του κεφαλιού της, αυτό της αποδοχής και του δέους, μαρτυρούσε αναμνήσεις. Όλων των προσώπων που έχασε, των στιγμών που έζησε και έγιναν και αυτές με τη σειρά τους φωτογραφίες στο μυστήριο φιλμ του μυαλού, της ζωής της που θα αφήσει πίσω όταν θα έρθει το πλοίο για τον άλλο κόσμο...Αυτό που έρχεται χωρίς να σε ρωτήσει ούτε το πότε, παίρνοντας μαζί του ό,τι είσαι και ό,τι θα μπορούσες να είχες γίνει. Ναι, αυτή η φράση δεν ήταν ορφανή. Γεννήθηκε από τη νοσταλγία για το χθες και το φόβο για το αύριο.
Γεννιόμαστε εδώ, θαρρείς και δανεικοί, σε έναν κόσμο που υπήρχε πριν από μας αιώνες και θα υπάρχει πολύ μετά από μας, χωρίς να προλάβουμε να τον δούμε να αλλάζει σημαντικά, γιατί τα χρόνια μας είναι λίγα. Σε μια γη που την αγαπήσαμε, την αγκαλιάσαμε, την περπατήσαμε, την μυρίσαμε, που την ποτίσαμε αίμα και δάκρυ κάποτε, που έχει κάτι από μας, εμάς που στο τέλος θα γίνουμε ένα με αυτή και το μόνο που θα έχει απομείνει θα είναι οι φωτογραφίες, όπως πολλών ανθρώπων, σε όλες τις μέρες.
Και γω την έβλεπα την γιαγιά μου με δέος. Όχι επειδή είναι μορφωμένη, αλλά επειδή έλεγε κάτι βγαλμένο από την ψυχή της. Κάτι τόσο ανθρώπινο που υποδεικνύει την θέληση για τη ζωή και την υποταγή στο πανάρχαιο ένστικτο του ανθρώπου, αυτό της αυτοσυντήρησης και της άρνησης του θανάτου. Πώς εμείς οι άνθρωποι, τελείες στο σύνθετο πλέγμα του απείρου έχουμε τόσα συναισθήματα, τόσο δυνατή θέληση να παραμείνουμε στη ζωή πριν προλάβουμε καν να την γνωρίσουμε; Τι είναι αυτό αν δεν είναι ένστικτο;
Και αν είναι ένστικτο, ποιος είναι αυτός που φύτεψε αυτόν τον σπόρο στην ψυχή μας; Κάποιος που θέλει να μας βλέπει να βασανιζόμαστε, ή κάποιος που μας έδωσε ένα εφόδιο, που μας έδειξε το δρόμο για το τι πραγματικά είμαστε; Είμαστε πράγματι μόνο μελλοντικές φωτογραφίες; Μέσα μας το δεχόμαστε; Εσύ το δέχεσαι;

Σήμερα, μια μέρα μετά βγήκαμε βόλτα με την παρέα σε ένα όμορφο ταβερνάκι. Είχε στους τοίχους φωτογραφίες από την όμορφη πόλη μας, έτσι όπως εμείς δεν την είχαμε γνωρίσει ποτέ.
-"Κοίτα ρε φίλε πως ήταν παλιά τα τσαμάκια..."
-"Ναι, και μένα ο πατέρας μου μού είπε πως όταν ήταν μικρός κάναν μπάνιο μπροστά από κει που είναι τώρα ο Βερόπουλος.."
-Ναι ρε, εμένα ο παππούς μου πρόλαβε το γήπεδο όταν ήταν αλάνα ακόμα, και ολόκληρη η Χρυσομαλλούσα ήταν περβόλια..."
Τα χώματα που περπατάμε τα αφουγκραζόμαστε εμείς μόνο, αύριο θα είναι εικόνες για άλλα μαγαζιά που δεν θα γνωρίσουμε ποτέ. Θα έχουν απομείνει μονάχα οι φωτογραφίες. Αυτές με τα όμορφα σοκάκια που κάναμε χαζομάρες όταν ήμασταν μικροί, τις άχτιστες παραλίες που φτιάχναμε καστράκια, θέλοντας να κλείσουμε για πάντα μέσα τους τη στιγμή μας, τα όνειρά μας.
Και όλα πια θα έχουν μετουσιωθεί σε φωτογραφίες, ακόμα και μεις, και όλοι θα μας βλέπουν από το μετά, χωρίς να ξέρουν, χωρίς να ξέρουν τι ζήσαμε παρέα με τα χώματα που πατάνε αυτοί τώρα και που τα βλέπουν άψυχα στο παρελθόν. Και όλοι θα θέλανε να μάθουν τι όνειρο είχε κλεισμένο αυτό το καστράκι, πριν το πάρει η θάλασσα μαζί με την άμμο, την ώρα που έγινε φωτογραφία....Όλοι θα θέλουν, αλλά κανείς δεν ήταν εκεί για να το ξέρει...