Κυριακή, Απριλίου 22

Ο Τάσος Βλάχος

      Είναι παράξενο, αλήθεια, πώς κάποια πράγματα ξεκινάνε σαν μια τυπική διαδικασία και τελικά καταλήγουν να σε στιγματίζουν. Να αφήνουν εικόνες στο μυαλό σου χαραγμένες βαθιά και να το ταλαιπωρούν με σκέψεις, που φέρνουν άλλες σκέψεις και άλλες εικόνες, ξανά και ξανά και ξανά. Χτυπιέται ώρες ώρες ο νους και δίνει μάχη, και μείς δεν τον ελέγχουμε. Μόνο παρακολουθούμε, αναρωτιόμαστε, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι ταυτόχρονα του δίνουμε τροφή, ότι είναι κάτι πάνω από μας. Ότι υπάρχουν πτυχές του εγώ μας ευαίσθητες, που πνίγονται από τον συνειδητό εαυτό μας, άξιο εκπρόσωπο της μαραμένης λογικής αυτού του κόσμου. Του κόσμου που άφησε, το Μ. Σάββατο ξημερώματα, ο Τάσος Βλάχος.
        Ξεκινήσαμε λοιπόν για την εκκλησία κάπως έτσι, ανυποψίαστα. Ήθελα να πάω να τον χαιρετίσω τον άνθρωπο αυτόν, να του αποδώσω ένα αντίο για τις τόσες φορές που με σήκωσε μικρό στα πόδια του χωρίς να το θυμάμαι. Τον ήξερα λιγότερο απ’ ότι με ήξερε εκείνος, που με είδε να αντρώνομαι, να τον ξεπερνάω στο μπόι, να τον βοηθάω στις δουλειές, και στο τέλος να μην τον αφήνω πια να σηκώνει παρά μονάχα τα ελαφριά, όχι για να γλιτώσω χρόνο από το ξεφόρτωμα αλλά για να νιώθει λίγο χρήσιμος και αυτός. Δεν το έλεγα όμως. Θυμάμαι του έλεγα ‘’Έλα ρε συ Τάσο, βοήθα με λίγο’’ και του έδινα να πάρει τις χαρτοπετσέτες ή κάνα κουτί σοκοφρέτες, τα ελαφριά, ίσα ίσα για να πείσει τον εαυτό του ότι είναι παλικάρι ακόμα, ότι μπορεί να κουβαλήσει. Δεν είμαι σίγουρος, αλλά νομίζω το πετύχαινα.
      Όταν μπήκα στην εκκλησία είδα αυτό που περίμενα. Λιγοστό κόσμο, το άψυχο σώμα βυθισμένο σε λουλούδια, μια λαμπάδα… Δεν θυμόμουνα ότι βάζανε λαμπάδα αναμμένη αντικριστά στον νεκρό. Ήταν αλλόκοτη εκεί πέρα, όρθια και ψηλή, και έδινε έναν μακάβριο τόνο, βαρύ και επιβλητικό σε αντίθεση με το ανάλαφρο, ηλιόλουστο πρωινό.
     Είχα σταθεί όρθιος, δίπλα στον πατέρα μου και κοίταζα τις γυναίκες, τους άντρες, όλους. Ήθελα να δω το ύφος τους, να πάρω αν υπήρχε κάτι αληθινό από τα πρόσωπά τους, μια έκφραση σμιλεμένη από κάποιο βαθύ συναίσθημα, σαν αυτά που φυτεύει καμιά φορά στη ψυχή με το έτσι θέλω μία ανάμνηση αόριστη, μακρινή, που ξεπετάγεται από τα σκοτάδια και στέκεται ολοζώντανη και αναλλοίωτη κάτω από το μυστήριο μάτι του μυαλού.
     Που να βρεθεί όμως, όταν ένας άνθρωπος φεύγει ολομόναχος, χωρίς γονείς, χωρίς παιδιά και χωρίς αδέρφια; Που να βρεθεί όταν, ανέλπιστα, η λειτουργία είναι χαρμόσυνη και όχι θλιμμένη όπως νόμιζα. Ήταν λόγω του Πάσχα είπε ο παπάς. Γιατί λέει, έχει καθιερωθεί, την εβδομάδα μετά την Κυριακή του Πάσχα οι λειτουργίες αυτές να είναι χαρμόσυνες, λόγω της αναστάσεως του Χριστού. Έκανε λοιπόν ο παπάς τη λειτουργία του και από πίσω έψελνε ο κυρ- Γιώργος συχνά πυκνά το ‘’Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασιν, ζωήν χαρισάμενος’’. 
     Δεν ξέρω από λειτουργίες, ποτέ δεν ήμουνα πολύ της εκκλησίας, όμως το έψελναν τόσο συχνά που περισσότερο ήταν λες και ήμασταν σε δευτερανάσταση παρά σε κηδεία. Σκέφτηκα, προς στιγμήν, αυτός ο Κυρ-Γιώργος να χώνεται παντού; Στο χωριό ψέλνει, ήρθε να ψάλει και δω, σε άλλη ενορία. Μεγάλος άνθρωπος, συνταξιούχος δάσκαλος, με το καπελάκι και τα στρογγυλά γυαλάκια του, μορφή τραβηγμένη από κάποιον μεταπολεμικό πίνακα ζωγραφικής ενός άγνωστου ζωγράφου που το έργο του θα αναγνωριστεί μετά θάνατον. Τώρα που το σκέφτομαι βέβαια, ο κυρ-Γώργος τον ήξερε τον Τάσο πιο πολλά χρόνια απ’ όσο ζω εγώ. Δεν υπήρχε άλλος καταλληλότερος για το ρόλο του ψάλτη, μη γελιόμαστε.
     Κάπως έτσι, με τέτοιες ανούσιες σκέψεις συνέχισε η λειτουργία, όταν άρχισε να μιλάει ο ιερέας, να βγάζει τον καθιερωμένο λόγο του λίγο πριν το τέλος του μυστηρίου. Παρατήρησα ότι ήταν ψευδός στο ‘’ρ’’, και αυτό, σε συνδυασμό με το νεαρό της ηλικίας του, με έκαναν βέβαιο ότι θα δυσκολευτεί να πει κάτι αξιόλογο σε μας τους παρευρισκόμενους, να μας επιβληθεί, να μας κάνει να τον προσέξουμε και να μας αναγκάσει να κόψουμε έστω και για λίγο τον ομφάλιο λώρο που συνδέει το μυαλό μας με τον κόσμο του ανούσιου.
     Άρχισε να μιλάει για τον Αναστάση (άκου εκεί Αναστάσης, είχε πολύ πιο πετυχημένα παρατσούκλια ο Τάσος), και για το ότι, απ’ όσο έμαθε, ήταν καλός άνθρωπος. Ότι είχε άκακη ψυχή. Ότι, σε αντίθεση με τους περισσότερους ανθρώπους σήμερα, δεν κυνήγησε τα υλικά αγαθά, ούτε υπήρξε άπληστος. Άρχισε να μην με ενοχλεί ο τρόπος που μίλαγε ο παπάς. Γιατί τα έλεγε ωραία. Και πάνω απ’ όλα, έλεγε αλήθειες. Γιατί έτσι ήταν ο Τάσος, άκακος. Δούλευε στον παππού μου, για 3-4 μήνες, έναν χρόνο  κάποιες φορές, και μετά εξαφανιζόταν. Για κανέναν μήνα έτρωγε τα λεφτά που είχε μαζέψει στον τζόγο, κυρίως στον τζόγο, σε μπουρδέλα, από δω και από κει. Σπίτι δεν είχε, έμενε σε μια εκκλησία. Πίσω από το κάστρο, δεν φαίνεται. Αν δεν σου πουν που είναι δεν την καταλαβαίνεις, την χρησιμοποιούσαν οι επαναστάτες στον αγώνα σαν καταφύγιο. Μόνο τώρα, μετά από χρόνια έχουν ζωγραφίσει έναν κόκκινο σταυρό με σπρέυ πάνω στον βράχο όπου βρίσκεται η είσοδος της, για να την ξεχωρίζουν οι λιγοστοί τουρίστες που την επισκέπτονται.
     Μόλις του τελείωναν τα λεφτά επέστρεφε στη δουλειά και αυτός ο κύκλος συνεχίστηκε για 40 χρόνια σχεδόν, μέχρι που στο τέλος πια τον είχε μαζέψει ο παππούς μου στο μαγαζί, τον έπλενε, τον έντυνε, του έδινε φαγητό και αυτός ψευτοβοήθαγε όσο μπορούσε. Τα μεσημέρια πήγαινε στον καφενέ του, πάντα μόνος του, όπου τις περισσότερες φορές τον έπαιρνε  ο ύπνος πάνω στην καρέκλα. Όλη του τη ζωή σε καρέκλες κοιμότανε. Λένε ότι δεν το μπορούσε το κρεβάτι, αλλά εγώ πιστεύω πως απλά δεν είχε ποτέ.
     Συνέχισε ο παπάς να λέει για το μεγαλείο της ζωής, ότι ο Θεός πήρε τον Αναστάση μαζί του στη γιορτή του γιατί ήταν αγνός άνθρωπος, για τη σημασία της αναστάσεως… και σε κάποια φάση συνεχίζει: ‘’Βλέπετε φίλοι μου, η ζωή εδώ είναι μια δοκιμασία, όχι ευχάριστη. Όταν ερχόμαστε κλαίμε, ενώ όλοι γύρω μας γελάνε από χαρά. Και όταν φεύγουμε φεύγουμε με χαμόγελο, ανακουφισμένοι, ικανοποιημένοι που αφήνουμε αυτόν τον υλικό και φθαρτό κόσμο, ενώ οι γύρω μας αντίθετα κλαίνε από λύπη..Τα πάντα εν σοφία εποίησεν ο Κύριος...’’
     Εκείνη την ώρα η φωνή αυτή ακούστηκε σαν κεραυνός που με μια δύναμη Κοσμικής αλήθειας ήρθε και μας χτύπησε όλους όσους ήμασταν εκεί, τραντάζοντας συθέμελα την συναισθηματική μας άβυσσο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά βούρκωσα. Άρχισε το μυαλό μου να πλάθει φανταστικές εικόνες μακρινές, να βλέπω τον Τάσο να πηγαίνει προς την εκκλησία του αργά το βράδυ αφού είχε παίξει και είχε πιεί, χωρίς να έχει χάσει τίποτα, αφού για να χάσεις κάτι πρέπει να το έχεις.
      Όταν ήρθε η ώρα να αποχαιρετήσουμε τον Τάσο, πρώτος πήγε ο παππούς μου. Τον κοίταξε για λίγο με τα βουρκωμένα του μάτια, έπιασε το άψυχο κεφαλάκι του και το φίλησε. Πόσες θύμισες να είχε αυτό το φιλί; Θύμισες από εποχές χαμένες στο άπειρο του χρόνου, εποχές που δεν συναντήθηκαν με τη δική μου ποτέ. Οι μεγάλοι άνθρωποι, όταν κλαίνε, δεν ξεσπάνε σε λυγμούς, απλά βουρκώνουν. Δεν έχω καταλάβει ακόμα γιατί, όμως όπως και να ‘χει εκπέμπουν κάτι αλλόκοτο που σε κάνει να μην μπορείς να τους κοιτάξεις. Απλά σκύβεις για να κερδίσει λίγο από τον χώρο σου ο πόνος τους. Εγώ έμεινα προς το τέλος, κοίταξα το άψυχο κορμί δήθεν σκληρά, φίλησα την εικονίτσα που είχε δίπλα και μετά έκανα πως παρατηρούσα μια εικόνα της εκκλησιάς, για να μην δούνε οι άλλοι τα βρεγμένα μάτια μου.
      Τα βήματα για την τελευταία του κατοικία ήταν βαριά από όλους. Ρίξανε λίγο χώμα πάνω του όλοι αυτοί που τον αγαπούσανε σιωπηλά, χωρίς να του το πούνε ποτέ. Ανάμεσά τους κι’ εγώ. Και έτσι απλά, λιτά και ήσυχα ο Τάσος χώθηκε στην αγκαλιά της γης που τον γέννησε, μια ηλιόλουστη μέρα στη γιορτή του. Άραγε, όσοι του έλεγαν χρόνια πολλά πέρυσι, τέτοιο καιρό, θα έκαναν κάτι παραπάνω αν ήξεραν ότι ήταν η τελευταία φορά που του το λένε;
     Νομίζω πως αν έλεγες στον Τάσο ότι τη μέρα του θανάτου του θα υπήρχε κάποιος που θα χύσει δάκρυα, θα σε κορόιδευε. Και όμως, υπήρξαμε.
     Στον γυρισμό, ένας άγνωστος που έτυχε να βρίσκεται λίγο πιο πέρα ρώτησε πώς λεγόταν ο άνθρωπος που κηδέψαμε. ‘’Τάσος Βλάχος’’, απάντησε ο θείος μου. Μέχρι αυτήν την ώρα δεν ήξερα το επίθετό του. ‘’Ζωή σε σας’’, αποκρίθηκε εκείνος και συνέχισε την ρουτίνα του. Ζωή λοιπόν, σε μας, σε σας, σε όλους. Αυτή η τόσο μικρή λέξη που περιέχει τόσο μεγάλα πράγματα.
     Καληνύχτα, Τασέλ’.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου