Παρασκευή, Οκτωβρίου 29

Walkabout


Είναι καταστάσεις που δεν ξέρεις αν θα πρέπει να τις μοιραστείς με άλλους ή όχι. Τις ντύνεις με το νυχτικό της κτητικότητας και τις βάζεις να κουρνιάσουν στα πιο ακριβά σαλόνια του μυαλού σου. Και όμως αυτές αρνούνται να κοιμηθούν ή να ξεχαστούν. Μέχρι που συνειδητοποιείς ότι όλο αυτό δεν εξυπηρετεί τίποτα, εκτός από τον εγωισμό σου. Την ανάγκη να ξέρεις πως κάτι όμορφο, κάτι ξεχωριστό, ανήκει μόνο σε σένα. Όμως τίποτα δεν μας ανήκει, εκτός από τις αναμνήσεις μας και τα όνειρά μας.
    Όταν μου είπαν λοιπόν ότι κανόνισαν καφέ με τον Άκη,  κόλωσα. Ξέρεις, αυτό το στιγμιαίο συναίσθημα που σε κάνει να θες να πεις όχι, αλλά κάτι σε τραβάει να συνεχίσεις. Και πώς θα μπορούσε να είχε γίνει διαφορετικά με ένα άτομο που έχεις να δεις τόσα χρόνια και που σε αυτό το διάστημα έχουν γίνει τόσα πολλά.
      Με τον Άκη, όπως και με όλη την παρέα των παιδικών μου χρόνων, μοιραζόμαστε τις πιο όμορφες και αγνές αναμνήσεις. Αυτές που ξέρω πως θα τις έχω μαζί μου για πάντα, που στάθηκαν αλώβητες μπροστά στη μανία του χρόνου. Οι μικρές μας αλητείες, οι βόλτες με τα ποδήλατα στις γραφικές γειτονιές μας, οι επικίνδυνες βουτιές στις νησιώτικες θάλασσές μας. Τα πρώτα μας βήματα, οι πρώτες μας ανάσες. Αυτά έγινε για μένα, μετά από χρόνια, ο  Άκης.
       Τον συναντήσαμε στο πάρκινγκ. Δεν δέχτηκε καμία βοήθεια. Η περηφάνια βλέπεις, που την πας; Στιγμιαία σκέφτηκα, άραγε εγω έχω έστω ένα ίχνος από αυτήν την περηφάνια;”  Έσπευσε να σπάσει τον πάγο, με ερωτήσεις που είχαν στόχο τα νέα μας αυτά τα τελευταία χρόνια που είχαμε να ειδωθούμε. Να μεγαλώνουμε μαζί σε μια τόση δα πόλη και να χανόμαστε για τόσο καιρό. Τόσο μονόχνωτοι έχουμε γίνει;
      Μέχρι να φτάσουμε στα μαγαζιά, να τρυπώσουμε και να βολευτούμε είχε γίνει η πρώτη επαφή. Το θάρρος είχε αρχίσει δειλά δειλά να εμφανίζεται και να ξεδιπλώνει τις γλώσσες μας. Θυμάμαι χαρακτηριστικά κάποιες φράσεις που μου είπε, τις οποίες δεν πιστεύω να ξεχάσω ποτέ. Τόσο εντύπωση μου έκανε να τις ακούω από το στόμα του...Έχει περάσει ένας χρόνος από τότε που τα είπαμε, και όμως είναι σαν να μου τις χάραξε με μια ψυχρή και πονεμένη λεπίδα μέσα στο ταλαιπωρημένο από ανόητες σκέψεις μυαλό μου.
      “Όταν έπαθα το ατύχημα”, άρχισε,  αποφάσισα να παω σε ένα ειδικό κέντρο στην Πάτρα. Η μάνα μου δεν ήθελε. Που θα πας βρε αγόρι μου στην κατάσταση που είσαι, έλεγε. Την καταλάβαινα, μάνα είναι. Αλλά ήθελα να παω, να δώσω μια ευκαιρία στον εαυτό μου. Της είπα να μείνει με τα μωρά, που την είχαν πιο πολύ ανάγκη. Έβαλα λοιπόν την βαλίτσα εδώ (και δείχνει τα λυγισμένα πόδια του) και ξεκίνησα μόνος μου. Δεν ήθελα να ταλαιπωρηθώ. Ήρθε ταξί να με πάρει από το αεροδρόμιο, και με πήγε κατ’ ευθείαν στο κέντρο. Εκεί έμαθα πολλά. Έβλεπα, άκουγα. Να μετακινούμαι, να ικανοποιώ τις βασικές μου ανάγκες.  Με βλέπεις πώς είμαι τώρα; Χρειάστηκα καμία βοήθεια στο δρόμο; Όλα αυτά, τα έμαθα εκεί πέρα.
      Τα έλεγε αυτά ο Άκης, και γω με τον Νίκο ακούγαμε ευλαβικά. Ξέρεις, πώς κάνουν τα μωρά όταν τους λές παραμύθια με δράκους; Κάπως έτσι. Τόσο έξω από τον μικρό μας κόσμο ήταν αυτές οι καταστάσεις, που πραγματικά δεν ξέραμε αν θα έπρεπε να στεναχωρηθούμε για τον Άκη, ή να χαρούμε που δεν είχαμε την άτυχη τύχη να είμαστε στη θέση του.
      Η συνέχεια τον βρήκε με το ίδιο ήρεμο ύφος, όμως τα λόγια του ήταν σκληρά. Δεν ήταν θυμωμένα λόγια, αλλά λόγια ήρεμα, κατασταλλαγμένα. Κουβέντες που καλλιγραφούνται μυστικά και σιωπηλά στα σκοτεινά καλντερίμια του μυαλού και τα πονεμένα καταφύγια της καρδιάς. Ότι έλεγε, το πίστευε:
     “Από τα ενενήντα άτομα που ήμασταν εκεί, και για έναν χρόνο, ήμουν ο μόνος που δεν τον επισκέφτηκε ποτέ κανένας. Όλοι οι άλλοι είχαν κάποιον. Εμένα δεν ήρθε να με δει κανένας. Από τότε, έκανα όλους τους φίλους μου γνωστούς. Πλέον κοιτάω τον εαυτό μου και την οικογένειά μου. Και το κεφάλι μου δεν το βάζω κάτω για κανέναν.
      Αυτές οι μικρές λέξεις, που φαίνονται σε τούτη τη μαύρη οθόνη σαν γράμματα συνιθισμένα, είχαν μέσα τους έναν κεραυνό. Έπεσε σιωπή. Όχι στην παρέα μας, όχι στις γύρω παρέες. Όχι στον δρόμο, ούτε στην πλατεία πιο πέρα. Αλλά μέσα μου, σιωπή. Τα λόγια αυτά δεν έχω τολμήσει καν να τα σκεφτώ, πόσο μάλλον να τα ξεστομίσω. Αλλάζει τελικά ο άνθρωπος; Αλλάζει. Και αν δεν πιστεύεις στη λέξη αλλαγή, πες το εξέλιξη. Τελικά κάτι τέτοια χτυπήματα δεν συμμαδεύουν μόνο το σώμα σου, αλλά και το πνεύμα σου.
      Μας είπε και άλλα πολλά ο Άκης, πάντα με περηφάνια. Σαν να διηγιόταν κάποιο ανδραγάνθημα πολέμου ίσως. Μας είπε ότι στην Αθήνα επί τρεις μέρες έτρωγε κύβους ζωμού γιατί φύλαγε τα λεφτά του για επισκέψεις στους γιατρούς, πώς με τον τσαμπουκά του πήγε να πάρει πίσω τις πινακίδες που του είχαν κατασχέσει λέγοντας πως το αυτοκίνητο αυτή τη στιγμή ήταν τα πόδια του. Συζητούσαμε, και όσο ξαναπερπατούσαμε την διαδρομή των παιδικών μας χρόνων, σχηματίζονταν ολοένα και περισσότερο μια ανεξάρτητη ζωντανή ύπαρξη, που είχε κάτι και από τους τρεις μας. Κάτι που μας έκανε να δούμε μέσα μας, πάνω από αυτά που μας χωρίζουν, μέσα στον πυρήνα μας, στο υλικό από το οποίο είμαστε φτιαγμένοι. Και τόσο πολύ εκτυφλωτική είναι αυτή η φευγαλέα ματιά, τόσο λαμπερή που ξέρεις ότι δεν μπορεί να διαρκέσει πολύ. Όπως και έγινε. Έκανα πολύ καιρό να δω τον Άκη ξανά από τότε.
    Κατέληξα όμως αυτή τη βραδιά στο συμπέρασμα ότι τα πολύτιμα πράγματα, οι φορές που βγαίνουμε για ένα συνιθισμένο ποτό και γυρίζουμε διαφορετικοί από πριν είναι μετρημένα. Τα λόγια όμως που μυρίζουν δάκρυα και στάχτη, θα μείνουν για πάντα. Και πάντα θα μένουν.

1 σχόλιο:

  1. Είναι ένα παράδειγμα πως μπορούν να γίνουν τα αδύνατα δυνατά.Είναι λίγοι ως μηδαμινοί αυτοί που έχουν τέτοια κρυμμένη δύναμη μέσα τους,ένα κρυφό όπλο που χρησιμοποιούν όταν πραγματικά θέλουν κάτι. Τα πράγματα και οι άνθρωποι αλλάζουν, αλλά οι αλλαγές που κάνουν είναι πάντα για καλό τους; Έτσι γι ‘αυτο το παιδί που έκανε μια κίνηση ελευθερίας ,ξεπέρασε τα όρια του και διεκδίσε τον στόχο του μοιάζουν να ταιριάζουν αυτοι οι στοίχοι:

    Δεν με λυπήθηκε η άπονη ζωή
    Σε μία στέρηση με έταξε μονάχα
    Στην μοναξιά μου να γυρνώ.. βράδυ - πρωί
    Στα δάχτυλά της να με παίζει.. έτσι.. για πλάκα !...

    Ποτέ δεν στάθηκε στο πλάϊ μου κανείς
    Κι ας μ' αγαπήσανε.. κι ας ήτανε κοντά μου
    Δεν ζωντανεύουνε τα όνειρα.. θαρρείς
    Μα.. ένα όνειρο.. η ζήση η δικιά μου...

    Πως με φοβήθηκαν.. πως ήτανε "λειψοί"
    Είτε αμόρφωτοι.. ή λίγο προικισμένοι
    Είπαν.. μα ζήτησα καμμιάν επιταγή
    Στο όνομά μου.. για το μέλλον μου γραμμένη;!...

    Καλοπαντρεύτηκαν.. γεννήσανε παιδιά
    Κι ούτε μια τύψη δεν σκιάζει την ζωή τους
    Μα εγώ θυμούμαι απ' τα χρόνια τα παλιά
    Πώς ψέλλιζαν με τόσο πάθος στην σιωπή τους...

    Ίσως να είναι η απάντηση απλή
    Ο Ποιητής μας την υπέγραψε.. ο Κάλβος :
    " ΚΑΙ τόλμη θέλει.. ΚΑΙ περίσσεια αρετή
    Να είναι ΛΕΥΤΕΡΟΣ κανείς ".. και ας μονάχος !...

    ΑπάντησηΔιαγραφή