Τρίτη, Απριλίου 21

Φωτογραφίες..



"Τελικά λέγω, αυτό που απουμέν' είναι μουνάχα οι φωτογραφίες"...

Αυτό άκουσα την γιαγιά μου να λέει, μέσα από μια πύρινη φάτσα, λόγια φτιαγμένα από κλάμα και όχι από σάλιο. Τελικά, μόνο οι φωτογραφίες απομένουν.
Μίλαγε για κάποιον γνωστό της, άνθρωπο νέο που ταλαιπωρείται από ένα πρόβλημα υγείας, όπως τόσοι άνθρωποι στις μέρες μας.
Έναν άνθρωπο του χωριού, που βλέποντας το τέλος του, την φλόγα του να τρεμοπαίζει, λύγισε, προσπάθησε να κρατηθεί από αυτά που του έχουν απομείνει, ένα οικογενειακό φιλί, μια αγκαλιά, μια χειραψία, ένα "μη νοιάζεσαι ρε Δημητρό, όλα θα φτιάξουν", μια προσευχή ανακατεμένη με λυγμούς μπροστά στον επιτάφιο, ένα τάμα...Όπως τόσοι άνθρωποι στις μέρες μας.
Πιότερο όμως νομίζω, έτσι όπως είδα το ύφος της, ότι έκλαψε για τον εαυτό της. Είμαι σίγουρος ότι αυτή η φράση δεν ήταν ορφανή. Το κούνημα του κεφαλιού της, αυτό της αποδοχής και του δέους, μαρτυρούσε αναμνήσεις. Όλων των προσώπων που έχασε, των στιγμών που έζησε και έγιναν και αυτές με τη σειρά τους φωτογραφίες στο μυστήριο φιλμ του μυαλού, της ζωής της που θα αφήσει πίσω όταν θα έρθει το πλοίο για τον άλλο κόσμο...Αυτό που έρχεται χωρίς να σε ρωτήσει ούτε το πότε, παίρνοντας μαζί του ό,τι είσαι και ό,τι θα μπορούσες να είχες γίνει. Ναι, αυτή η φράση δεν ήταν ορφανή. Γεννήθηκε από τη νοσταλγία για το χθες και το φόβο για το αύριο.
Γεννιόμαστε εδώ, θαρρείς και δανεικοί, σε έναν κόσμο που υπήρχε πριν από μας αιώνες και θα υπάρχει πολύ μετά από μας, χωρίς να προλάβουμε να τον δούμε να αλλάζει σημαντικά, γιατί τα χρόνια μας είναι λίγα. Σε μια γη που την αγαπήσαμε, την αγκαλιάσαμε, την περπατήσαμε, την μυρίσαμε, που την ποτίσαμε αίμα και δάκρυ κάποτε, που έχει κάτι από μας, εμάς που στο τέλος θα γίνουμε ένα με αυτή και το μόνο που θα έχει απομείνει θα είναι οι φωτογραφίες, όπως πολλών ανθρώπων, σε όλες τις μέρες.
Και γω την έβλεπα την γιαγιά μου με δέος. Όχι επειδή είναι μορφωμένη, αλλά επειδή έλεγε κάτι βγαλμένο από την ψυχή της. Κάτι τόσο ανθρώπινο που υποδεικνύει την θέληση για τη ζωή και την υποταγή στο πανάρχαιο ένστικτο του ανθρώπου, αυτό της αυτοσυντήρησης και της άρνησης του θανάτου. Πώς εμείς οι άνθρωποι, τελείες στο σύνθετο πλέγμα του απείρου έχουμε τόσα συναισθήματα, τόσο δυνατή θέληση να παραμείνουμε στη ζωή πριν προλάβουμε καν να την γνωρίσουμε; Τι είναι αυτό αν δεν είναι ένστικτο;
Και αν είναι ένστικτο, ποιος είναι αυτός που φύτεψε αυτόν τον σπόρο στην ψυχή μας; Κάποιος που θέλει να μας βλέπει να βασανιζόμαστε, ή κάποιος που μας έδωσε ένα εφόδιο, που μας έδειξε το δρόμο για το τι πραγματικά είμαστε; Είμαστε πράγματι μόνο μελλοντικές φωτογραφίες; Μέσα μας το δεχόμαστε; Εσύ το δέχεσαι;

Σήμερα, μια μέρα μετά βγήκαμε βόλτα με την παρέα σε ένα όμορφο ταβερνάκι. Είχε στους τοίχους φωτογραφίες από την όμορφη πόλη μας, έτσι όπως εμείς δεν την είχαμε γνωρίσει ποτέ.
-"Κοίτα ρε φίλε πως ήταν παλιά τα τσαμάκια..."
-"Ναι, και μένα ο πατέρας μου μού είπε πως όταν ήταν μικρός κάναν μπάνιο μπροστά από κει που είναι τώρα ο Βερόπουλος.."
-Ναι ρε, εμένα ο παππούς μου πρόλαβε το γήπεδο όταν ήταν αλάνα ακόμα, και ολόκληρη η Χρυσομαλλούσα ήταν περβόλια..."
Τα χώματα που περπατάμε τα αφουγκραζόμαστε εμείς μόνο, αύριο θα είναι εικόνες για άλλα μαγαζιά που δεν θα γνωρίσουμε ποτέ. Θα έχουν απομείνει μονάχα οι φωτογραφίες. Αυτές με τα όμορφα σοκάκια που κάναμε χαζομάρες όταν ήμασταν μικροί, τις άχτιστες παραλίες που φτιάχναμε καστράκια, θέλοντας να κλείσουμε για πάντα μέσα τους τη στιγμή μας, τα όνειρά μας.
Και όλα πια θα έχουν μετουσιωθεί σε φωτογραφίες, ακόμα και μεις, και όλοι θα μας βλέπουν από το μετά, χωρίς να ξέρουν, χωρίς να ξέρουν τι ζήσαμε παρέα με τα χώματα που πατάνε αυτοί τώρα και που τα βλέπουν άψυχα στο παρελθόν. Και όλοι θα θέλανε να μάθουν τι όνειρο είχε κλεισμένο αυτό το καστράκι, πριν το πάρει η θάλασσα μαζί με την άμμο, την ώρα που έγινε φωτογραφία....Όλοι θα θέλουν, αλλά κανείς δεν ήταν εκεί για να το ξέρει...